- σκαμμωνίτης
- σκαμμων-ίτης οἶνος [ῑ], wineA prepared with σκαμμωνία, used as a purgative, Dsc.5.73, Plin.HN14.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαμμωνίτης — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κρασί παρασκευαζόμενο με σκαμμωνία, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμμωνία + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek